Μα γιατί; Γιατί δεν σ’ αφήνουν στην ησυχία σου; Όταν θες να βάλεις τα κλάματα, γιατί δεν σ’ αφήνουν στην ησυχία σου; Συνεννοημένοι είναι όλοι;
Αποφάσισαν όλοι μαζί να μη σ’ αφήσουν να κλάψεις;Ναι, εντάξει. Το ξέρω. Φαίνεται. Η κακή διάθεση δεν κρύβεται. Ναι, όντως. Ίσως και να μην είμαι στα καλύτερά μου, αλλά δεν πειράζει! Μπορεί τη στιγμή που μου μιλάς, να μην είμαι...
στα καλύτερά μου, αλλά ίσως την αμέσως επόμενη στιγμή, να είμαι.
Εντάξει. Είναι αλήθεια. Δεν είμαι πολύ καλά. Το παραδέχομαι λοιπόν! Το καλύτερο όμως που θα μπορούσες να κάνεις για εμένα, είναι να μ’ αφήσεις. Να μ’ αφήσεις να βάλω τα κλάματα. Κι αν μπορείς, να με βοηθήσεις κιόλας. Γιατί αν έκλαιγα συχνότερα, δεν θα έκλαιγα μια, για να αναπληρώσω και τις 138 προηγούμενες που κρατήθηκα…!
Άσε με.‘Άσε με να κλάψω σαν παιδί. Σαν μικρό παιδί. Σαν πεντάχρονο. Άσε με να βάλω τα κλάματα και να μην σταματήσω μέχρι να πονέσουν τα μάτια μου. Μέχρι να μην μπορώ να κλάψω άλλο… Μέχρι να εξαντληθώ. Μέχρι να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και να κοιμηθώ αμέσως απ’ την κούραση. Άφησέ με να κλάψω με την ησυχία μου. Χωρίς να με διακόπτεις. Και χωρίς να με ρωτάς “γιατί;”, ή “τι έπαθες;”.
Δεν αντέχω άλλο. Αυτό έπαθα. Μαζεύτηκαν πολλά μαζί. Πίεση, κούραση, άγχος, εξάντληση από τη βλακεία του κόσμου… Τι άλλο πρέπει να πάθω; Χρειάζεται πολύ; Όχι… Μαζεύονται όλα μαζί και κάποια στιγμή βγαίνουν στον καθένα με διαφορετικό τρόπο… Το κλάμα είναι ένας απ’ αυτούς.
Δεν είναι ούτε κακό, ούτε περίεργο, ούτε ανεξήγητο το να κλαίει κανείς. Είναι το φυσιολογικό. Απλά δεν αντέχει άλλο. Δεν χρειάζεται άλλος λόγος. Γιατί δεν υπάρχει κιόλας. Δεν υπάρχει πιο ουσιαστικός λόγος να βάλεις τα κλάματα, πέρα απ’ το γεγονός ότι δεν αντέχεις άλλο! Απλά δεν αντέχεις. Η υπομονή τελειώνει. Οι αντοχές εξαντλούνται και κάπως πρέπει να εκτονωθεί το χάος που επικρατεί στο κεφάλι… Και τότε είναι που τα μάτια παύουν να συγκρατούν τα δάκρυα. Δεν τα χρειάζονται. Τα διώχνουν.
Και μετά, το γνωστό: “Μα τι έπαθες;”. Τώρα σοβαρά, περιμένεις απάντηση; Μήπως, λέω μήπως, να περιμένεις να μου περάσει, και μετά να σου εξηγήσω;; Ιδέες πετάω! Δεν το εννοώ!
Αλλά αντικειμενικά, το εννοώ. Δε ζητάω πολλά. Λίγο χρόνο. Λίγα λεπτά ή ώρες. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πόσα ακριβώς έχουν μαζευτεί τόσο καιρό. Θα δείξει… Λίγο χρόνο να κλάψω με την ησυχία μου και να εκτονωθώ. Τίποτα άλλο δε θέλω. Μόνο την ησυχία. Μόνο αυτή θέλω. Και κανέναν άλλο. Γιατί εκείνη δεν θα με ρωτήσει ποτέ για ποιο λόγο κλαίω. Εκείνη ξέρει… Εκείνη ξέρει, ότι απλά δεν αντέχω. Και μ’ αφήνει να κλάψω με την ησυχία μου μέχρι να μου περάσει. Και μετά μένει μαζί μου. Μένει μαζί μου μέχρι να κοιμηθώ. Μένει μαζί μου μέχρι να κλείσουν τα μάτια μου, που έτσι κι αλλιώς κουμπότρυπες θα ‘χουν γίνει με τόσο κλάμα, και να με πάρει ο ύπνος. Και όταν ξυπνήσω, όλα θα είναι εντάξει. Όταν ανοίξω τα μάτια μου, όλα καλά θα ‘ναι… Θα το έχω σχεδόν ξεχάσει…
Δεν είναι κακό το κλάμα. Ούτε είναι αδυναμία. Ένδειξη ευαισθησίας θα το χαρακτήριζα. Και οι ευαισθησίες δεν είναι για να φαίνονται και πολύ. Καλό είναι να κρύβονται… λιγάκι! Άλλωστε τι αξία έχει αν είναι οι ευαισθησίες του καθένα διάχυτες; Τι μένει να γνωρίσεις, άμα γνωρίσεις τις ευαισθησίες του;
Μην με παρεξηγείς που δεν θέλω να με βλέπεις όταν δεν είμαι στα καλύτερά μου. Ούτε που δεν θέλω να με βλέπεις να κλαίω… Είναι γιατί δεν θέλω να με βλέπεις έτσι. Δεν θέλω να ξέρεις ότι δεν αντέχω. Εσύ πρέπει να ξέρεις ότι μπορώ. Ότι αντέχω. Κι ας μην αντέχω. Τι σημασία έχει; Σημασία έχει να πιστεύεις εσύ αυτό που πρέπει. Και αυτό που πρέπει να πιστεύεις, είναι ότι αντέχω. Αντέχω να είμαι κοντά σου όσο χάλια κι αν είναι ο κόσμος. Όσο κι αν μ’ απογοητεύει. Εγώ αντέχω. Μπορώ. Για ‘σένα.
Για αυτό, μη με ρωτάς. Μη με ρωτάς γιατί κλαίω. Είναι επειδή κουράζομαι μερικές φορές να αντιμετωπίζω τα πάντα με τη λογική. Είναι κάτι καθημερινές, εσωτερικές εκρήξεις που δεν περιγράφονται. Και που δεν τις ξέρεις. Δεν φταις εσύ για αυτές. Φταίει ο κόσμος. Ο κόσμος και η αναισθησία του. Ο κόσμος και η χαμένη ανθρωπιά του. Φταίει το άγχος. Φταίει η καθημερινή μάχη με το χρόνο. Μια μάχη στην οποία δεν κερδίζω πάντα. Υπάρχουν φορές, που δεν τα προλαβαίνω όλα. Και θυμώνω. Τσαντίζομαι που δεν τα προλαβαίνω. Θα ‘θελα ο χρόνος να ‘ναι πιο πολύς. Αλλά δεν φταις εσύ. Αλήθεια.
Εσύ φταις μονάχα που με ρωτάς. Μη με ρωτάς. Δεν χρειάζεται. Φτάνει να κάνεις ότι και η ησυχία. Να μ’ αφήνεις. Να μ’ αφήνεις να εκτονώνομαι και μετά να κοιμάμαι. Και μετά να ξυπνάω. Να ξυπνάω και να μη θυμάμαι ούτε ότι έκλαιγα, ούτε το γιατί έκλαιγα. Να θυμάμαι μόνο ότι ηρέμησα. Ότι ξέσπασα, και ηρέμησα. Και μπορώ να συνεχίσω… Ακάθεκτη…
Για αυτό σου λέω. Άσε με. Άσε με να κλάψω σαν παιδί. Σαν πεντάχρονο. Μου ‘χει λείψει το τότε. Μου ‘χει λείψει το τότε, που έκλαιγα και δεν με ρωτούσε κανείς με τόση επιμονή γιατί κλαίω. Όλα τα πεντάχρονα κλαίνε. Κι ήταν κάτι το φυσιολογικό. Τώρα γιατί να μην είναι; Επειδή ο χρόνος κυλάει προς τα εμπρός και δεν γυρίζει πίσω; Τι σημασία έχει; Εγώ ακόμα έτσι θέλω να εκτονώνομαι. Με το κλάμα. Αυτό θέλω. Για μια μέρα, να ‘μαι ξανά τεσσάρων ή πέντε. Να κλαίω και να μην με πρήζουν όλοι. Να μ’ αφήνουν μόνη μου, και να περιμένουν να μου περάσει. Να με ρωτάνε μετά. Αφού μου περάσει… Δεν μπορώ να κλαίω και να εξηγώ παράλληλα. Δεν μπορώ να κλαίω και να με βλέπεις. Δεν θέλω…
Μη με ρωτάς. Απλά περίμενε να μου περάσει… Γιατί θα μου περάσει. Σίγουρα θα μου περάσει. Μπορώ. Αντέχω. Αλήθεια. Αυτά που αντέχω, στην πραγματικότητα είναι περισσότερα από όσα νομίζω ότι μπορώ να αντέξω. Και η μάχη με το χρόνο, και η κούραση και το άγχος για το αν θα προλάβω ή όχι, που με θυμάται πότε πότε, και η απογοήτευση και όλα. Όλα θα περάσουν. Για αυτό απλά άφησέ με. Άσε με να κλάψω και μετά να κοιμηθώ. Και όταν ξυπνήσω, θα το έχω ξεχάσει. Και το ότι έκλαιγα, και το γιατί έκλαιγα. Θα τα έχω ξεχάσει. Αλήθεια…
Μοιραστείτε
0 σχόλια
Δημοσίευση σχολίου