Κάθε πρωί αλλάζω διαδρομή. Από το σπίτι στο γραφείο, με την ελπίδα ότι τουλάχιστον οι διαφορετικές παραστάσεις και εικόνες θα με κάνουν να ξεχάσουν ότι ζω σ΄αυτή τη πόλη που κανείς δεν την αγαπάει.
Ούτε κι εγώ φυσικά κι ας έχω το μερίδιο της ευθύνης μου. Όπως όλοι. Δεν υπάρχει τελικά ούτε αχτίνα ελπίδας σ΄αυτό το “ταξίδι”. Γιατί κάθε πρωί περνώ μια περιπέτεια. Μόνο που είναι η ίδια κάθε φορά, με ελάχιστες ...
γκρίζες παραλλαγές.
Ο διπλανός μου στ' αυτοκίνητο με το άδειο βλέμμα. Έχετε παρατηρήσει πόσο άδεια είναι τα βλέμματα των ανθρώπων ;
Οι πεζοί αφηρημένοι, κοιτάζουν κάτω τα πόδια τους. Όχι στο δρόμο, όχι απέναντι. Σαν τους τυφλούς. Μάλλον ακούν τους ήχους και έμαθαν να ξεχωρίζουν πλέον ότι πρέπει να περάσουν απέναντι γιατί σταμάτησαν τα οχήματα.
Καμιά φορά σέρνουν απ΄το χέρι παιδιά. Μόνο στα πρόσωπα τους, σπάνια βέβαια, βλέπω ένα φευγαλέο χαμόγελο. Αυτά κοιτάζουν γύρω - γύρω, σαν να θέλουν να εξηγήσουν αυτά που βλέπουν γύρω τους.
Συχνά όμως κοιτάζουν επάνω. Βλέπουν το πρόσωπο του ανθρώπου που τα τραβά. Είναι οικείο. Χαμογελούν. Και πιο πάνω βλέπουν τον ουρανό.
Είναι τα μόνα πλάσματα σ΄αυτή τη πόλη που κοιτάζουν μ΄αυτό τον τρόπο. Σαν Ροβινσώνες σ΄έναν άγνωστο ορίζοντα.
Ίσως υποσυνείδητα να βλέπουν έναν άλλο κόσμο, πολύ διαφορετικό. Το δικό τους. Μα σύντομα κι αυτός θα σβήσει. Πιο σύντομα απ΄ότι φανταζόμαστε.
Αλλά εδώ θέλω να παρατηρήσω πως ο ουρανός είναι τουλάχιστον ένα σημείο αναφοράς για να προχωρείς.
Σ΄αυτό τον τόπο τις 300 απ΄τις 365 μέρες του χρόνου είναι καταγάλανος. Ο μόνος που χαμογελά. Μάλλον γιατί είναι πολύ μακρυά μας.
Σκέφτομαι: Τι με περιμένει στο γραφείο...
Μα μέχρι να φτάσω πρέπει πρώτα να περάσω απ΄τους Λαιστρυγόνες των δρόμων.
Τους οδηγούς που λες και σπρώχνουν τα αυτοκίνητά τους να στριμωχτούν ανάμεσα σε δύο άλλα. Αλίμονο. Το ένα από τα δύο είμαι εγώ. Κι είναι καινούργιο το αυτοκίνητο. Θα κάνει γρατσουνιά. Άφησε τον να προσπεράσει.
Αν και τον διευκολύνω με κοιτάζει θυμωμένος. Μπορεί να μη με βλέπει. Ή στο πρόσωπο μου να βλέπει αυτό που δεν θέλει. Μπορεί και να παραξενεύεται. Στο φανάρι σταματώ. Κάποιος άλλος έρχεται από δίπλα και μπροστά, παρακάμπτοντας την ουρά των άλλων αυτοκινήτων για να στρίψει πρώτος στη γωνία.
Δε βαριέσαι. Ποιος ξέρει τι τον κυνηγά κι αυτόν. Υποχωρώ. Εκείνη τη στιγμή ορμούν τρεις στο παράθυρο. Χαμογελούν τα μελαψά τους πρόσωπα.
Το βρώμικο νερό τρέχει στα ρούχα τους και σε λίγο πάνω στα τζάμια.
Χριστέ μου, το πρωί τα καθάρισα. Δε βαριέσαι. Ο άλλος από το άλλο παράθυρο προσπαθεί να μου πουλήσει ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Τα αφήνει στο παρμπρίζ: «Είμαστε μεγάλη οικογένεια. Όλοι άνεργοι. Έχω κι έναν αδελφό που έχει καρδιά.
Βοηθήστε όσο θέλετε . Ευχαριστώ». Ο τρίτος με κοιτάζει βαθιά στα μάτια.
Είναι φορτωμένος τανάλιες, κατσαβίδια , οδηγούς της πόλης, ακόμη κι ένα βιολί κρατάει και το επιδεικνύει ως τρόπαιο, μήπως με συγκινήσει, να αγοράσω κάτι απ΄όλα…
Στο επόμενο φανάρι η κίνηση έχει λιγοστέψει. Πλησιάζω στη δουλειά. Αυτό που ονομάζω «ίδρυμα». Γιατί αισθάνομαι τέτοια εξάρτηση; Ιδρυματοποίηση λοιπόν. Μια αρρωστημένη σιγουριά ότι εσύ τουλάχιστον εργάζεσαι.
Έχεις αυτό το αγαθό που χιλιάδες άλλοι στις μέρες μας το έχασαν μέσα σε λίγα λεπτά. Έστω, πρέπει να σκεφτώ σωστά. Να μη κάνω τα λάθη της χθεσινής μέρας.
Δηλαδή, δεν θα φορέσω κανένα χαμόγελο σήμερα. Δεν θα ακολουθήσω τις συμβουλές της μαμάς : Πρέπει πάντα να είσαι πρόθυμη και χαμογελαστή. Να είσαι οικεία και ασφαλής.
Θα μπω μουτρωμένη, θα θωρακίσω τις αντοχές μου. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος εγώ. Μόνο με μούτρα, με νεύρα, με απαιτήσεις, με σηκωμένο το φρύδι.
Χάρη σας κάνω. Έτσι θα επιβιώσω. Αυτό μου δίδαξε η χθεσινή ημέρα, η προχθεσινή και όλες οι άλλες. Δε βαριέσαι. Δεν είναι του χαρακτήρα μου.
Θα προσπαθήσω. Αν και σήμερα αδικηθώ, θα εκραγώ. Αν και σήμερα με προσπεράσουν θα διαγκωνιστώ. Αν και σήμερα με παρακάμψουν θα αντιδράσω.
Προσηλωμένη στα κατάβαθα της ψυχής μου, απομονωμένη απ΄όλους και απ΄όλα, κλείνομαι ερμητικά σαν στρείδι. Δεν ωφελεί. Γιατί τους έχω συνηθίσει διαφορετικά.
Θα κάνεις αυτό, εκείνο το άλλο. Θα ψάξεις, θα ερευνήσεις, θα διασταυρώσεις, θα κάνεις συνεντεύξεις, θα ενισχύσεις την «ιστορία» σου.
Θα την πακετάρεις μ΄ ένα φανταχτερό χαρτί. Θα τη δέσεις σφιχτά με μια πολύχρωμη λαμπερή κορδέλα. Χριστέ μου, δεν τα φανταζόμουν έτσι τα πράγματα, όταν άρχιζα… Θα πουλήσεις τη δουλειά σου. Όπως την πουλούν όλοι.
Κι εκεί επάνω που σκέφτομαι το "ευπώλητον" του είδους, πρέπει να απολογηθώ για το λάθος του αρχισυντάκτη, για τη θεώρηση των εφημερίδων πάνω στο χθεσινό θέμα, που είναι τόσο διαφορετική από αυτό που πραγματικά συνέβη, αλλά η γνώμη των άλλων μετράει πάντα περισσότερο από τη δική σου.
Μου τυχαίνει συχνά να «κυνηγάω »να αποδείξω το λάθος των άλλων, κι επιπλέον να υπογράψω με ήσυχη τη συνείδησή μου, αγόγγυστα ένα προϊόν που δεν πιστεύω.
Δεν είναι πάντα έτσι. Η μάλλον δεν ήταν πάντα έτσι. Βυθιζόμαστε μέρα με τη μέρα στους "πηχυαίους τίτλους" των πρωτοσέλιδων, που δεν είναι παρά – στην καλύτερη περίπτωση - μονόστηλα. Άντε, κάνετα όλα αυτά θέματα.
Γιατί φτωχύναμε έτσι θεέ μου, από ιδέες, από μεθόδους, από στόχους.
Εν τέλει, μείναμε από όνειρα και οράματα.
Και πάλι, δε βαριέσαι. Να τρέχει ο μισθός.
Έχεις δουλειά. Τόσοι άλλοι δεν έχουν…
Νάτο, τόφτιαξα το θεματάκι. Δεν μ΄αρέσει. Αν περνούσε απ΄το χέρι μου δεν θα το έκανα έτσι, δεν θα το τύλιγα σ΄αυτό το σελοφάν, που τρίζει.
Μουρμουρίζει παράφωνα στα χέρια μου. Προσπάθησα τουλάχιστον να 'χει σωστή σύνταξη, ακριβείς φράσεις, κατατοπιστικές παραγράφους. Ε, και;
Ξέρετε τι σημαίνει ο όρος «Είμαστε οver». Είναι σαν να ακούς την άλλη φράση: "The game is over".
Δηλαδή: Δεν έχουμε άλλο χρόνο. Το παιγνίδι τελείωσε. Δεν χωράει το θέμα σου σ΄ένα δελτίο ειδήσεων. Και την επαύριο θα απολογηθείς.
Πρόσεξε αν κάτι τι δεν έβαλες μέσα. Θα μου πεις, τι σε νοιάζει αφού το τρώει η μαρμάγκα. Δεν είναι έτσι. Πρέπει να προβλέψεις την οπτική θεώρηση των άλλων.
Πρέπει να λαμβάνεις υπ΄όψη σου ότι δεν πρέπει να ξεφεύγεις απ΄την πεπατημένη θεώρηση. Όλοι μαζί το ίδιο.
Συχνά αυτό είναι αφορμή για γκρίνια, για πίεση. Μη νιώσεις ότι έκανες κάτι και αδικήθηκες. Αντίθετα σου έκαναν χάρη που δεν εμφάνισαν την δική σου άποψη.
Το παιγνίδι επί της ουσίας, δεν έχει κανόνες.
Η μάλλον δεν έχει τους ίδιους κανόνες για όλους και για όλα. Οι πρόθυμοι, οι ελπίζοντες , οι πιστεύοντες ακόμη, την πατούν.
Ώρα εννιά. Φρικτό βάρος στο στομάχι. Δώδεκα ώρες, άδειες, μέσα σε τόσα γεγονότα. Μοναχικές μέσα στην απίστευτη φασαρία. Ανούσιες μέσα σε τόσο φως , κάτω από τέτοιο ουρανό.
Ανάποδα ο δρόμος, επιστροφή.
Όχι δεν χάθηκαν οι οδηγοί που φορτωμένοι κι αυτοί τη μέρα τους γυρίζουν. Το βλέμμα τους είναι τόσο άδειο όσο και το δικό σου.
Προσπαθούν και πάλι να σε προσπεράσουν παράνομα. Πετούν από το παράθυρα τα τσιγάρα τους στο δρόμο. Μέσα στη νύχτα σαν αναμμένα κεράκια που σβήνουν.
Τη νύχτα χάνονται τα μελαψά πρόσωπα.
Αραιά και πού σ΄ένα φανάρι σ΄ένα σταυροδρόμι τα βλέπεις ακουμπισμένα σε στύλους να κοιτάζουν τον ουρανό με το ξύλο του καθαρισμού στα χέρια.
Άραγε έχουν σπίτι ;
Φτάνοντας στο δικό μου σπίτι , περιμένοντας να ξαναρχίσω τη συσσίφεια πορεία μου την επομένη, δεν μπορώ παρά να παραφράσω τον Ελύτη: « Θεέ μου πόση μιζέρια χρειάζεσαι , για να μας αναγκάσεις να σκεφτούμε….»
http://fe-mail.gr/pages/posts/sex/sex5308.php
Share on Facebook
Μοιραστείτε
0 σχόλια
Δημοσίευση σχολίου